- προβατοκάπηλος
- ὁ, Αέμπορος προβάτων, προβατέμπορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. ορνιθο-κάπηλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβατοκάπηλος — sheep dealer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατοκάπηλον — προβατοκάπηλος sheep dealer masc/fem acc sg προβατοκάπηλος sheep dealer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατοκαπήλῳ — προβατοκάπηλος sheep dealer masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek